Εκπαιδευτήρια
"ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ"
Κορίνθου

Εκπαιδευτήρια
"ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ"
Κορίνθου

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΠΕΥΚΟΥ

του Ζαχ. Παπαντωνίου

 Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα θυμούνται το κλασικό αυτό ποίημα του Ζαχ. Παπαντωνίου. Μέσα απ΄ τους στίχους του τα παιδιά προηγούμενων εποχών διδάσκονταν το βαθύ σεβασμό του ποιητή προς τη φύση αλλά και την ενορατική διαίσθησή του για το ζοφερό μέλλον που από χρόνια προετοίμαζε ο άνθρωπος με τη χρησιμοθηρική συμπεριφορά του. Το ποίημα προκαλεί μια βαθιά εντύπωση. Χαρακτηρίζεται σαν προφητικό και δημιουργεί έντονα, αφυπνιστικά ερεθίσματα. Για την επικαιρότητά του κρίνουμε άξιο να το παραθέσουμε ολόκληρο, ώστε να ωφεληθούν και τα παιδιά της δικής μας εποχής.

1.
«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;
Γιατί; Γιατί;»
– «Αγέρας θάναι», λέει ο Γιάννης,
και περπατεί.

Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι
βγάνει φωτιά•
νάβρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά!

Μες στο λιοπύρι, μες στον κάμπο
να ένα δεντρί…
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου
δροσιά να βρει.

Το δέντρο παίρνει τα κλαδιά του
και περπατεί!
«Δε θ΄ ανασάνω», λέει ο Γιάννης,
«γιατί; γιατί;»

2.
– «Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;»
– «Στα Δυο Χωριά».
– «Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά!»

-«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα γω;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει,
Γι΄ αυτό είμαι δω.

Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες…
για δυο, για τρεις…
Ο νους μου σήμερα δεν ξέρω,
τ΄ είναι βαρύς».

-«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι
να δροσιστείς».
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς.

3.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
φεύγει ο καιρός•
στον ίδιο τόπο είν΄ ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός…

Να το χινόπωρο, να οι μπόρες!
μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.

 

4.
-«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο
το σπλαχνικό,
πούριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;

Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
-τ΄ ακούς; τ΄ ακούς; –
και τραγουδούσε σα φλογέρα
στους μπιστικούς.

Φρύγανο και κλαρί του πήρες
και τις δροσιές,
και το ρετσίνι του ποτάμι
απ΄ τις πληγές.

Σακάτης ήτανε κι ολόρθος,
ως τη χρονιά,
που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά!»

5.
-«Τη χάρη σου, ερημοκλησάκι,
την προσκυνώ.
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ…

Η μάνα μου θα περιμένει
κι έχω βοσκή…
κι είχα και τρύγο… Τι ώρα νάναι
και τι εποχή;

Ξεκίνησα το καλοκαίρι
– να στοχαστείς –
κι ήρθε και μ΄ ήβρεν ο χειμώνας
μεσοστρατίς.

Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγκο,
που τρέχει εμπρός.

Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
– με τι καρδιά; –
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά.

6.
Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι…
Βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά.

Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,
φωνή καμιά.
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
στην ερημιά.