Το ποδόσφαιρο είναι «μια θρησκεία χωρίς απίστους». Έτσι συνήθως χαρακτηρίζεται, όχι βέβαια από τους επικριτές του αλλά μάλλον από τους θαυμαστές του. Με άλλα λόγια ο υπερβολικός φανατισμός, που από διάφορες αιτίες δημιουργείται σε χιλιάδες και εκατομμύρια νέων ανθρώπων, κορυφώνεται σε σημείο να μη διακρίνουν την αλήθεια και την πραγματικότητα, αλλά να βλέπουν το άσπρο για μαύρο και το μαύρο για άσπρο.
Οι γραμμές αυτές χαράσσονται εξ αφορμής του «μακελειού» που συνέβη πρόσφατα στην Παιανία και που στοίχισε τους σοβαρούς τραυματισμούς πολλών «φιλάθλων» και τη δολοφονία νέου ανθρώπου. Τα όσα διαδραματίστηκαν στην Παιανία είναι σε όλους γνωστά, ακόμη και στους εκτός της χώρας μας, και δεν είναι αναγκαίο να καταγραφτούν σ΄ αυτή τη στήλη. Σκόπιμο όμως θεωρούμε να μεταφέρουμε εδώ κάποιες αναφορές που αδρομερώς χαρακτηρίζουν σε ποια κατάπτωση βρίσκεται το σημερινό ποδόσφαιρο, πώς εκλαμβάνονται οι ποδοσφαιριστές του και τι ρόλο παίζουν οι σημερινοί «φίλαθλοι».
Οι πιο κάτω αποσπασματικές αναφορές προέρχονται όχι από ανθρώπους που τάσσονται κατά του ποδοσφαίρου αλλά από φίλους και πρωτοπόρους του ποδοσφαιρικού αθλήματος της χώρας μας.
«Το ποδόσφαιρο πορεύεται στο τεντωμένο σχοινί της αγοράς. Η ποδοσφαιρική επιχείρηση είναι υποχρεωμένη ν΄ αναζητά τρόπους για μεγαλύτερη απόδοση των επενδυμένων κεφαλαίων. Για την επίτευξη αυτού του στόχου όλα επιτρέπονται: από χρηματιστηριακές κομπίνες μέχρι την υπερεκμετάλλευση και το αναγκαστικό ντοπάρισμα των ποδοσφαιριστών και την προκατασκευή αποτελεσμάτων μέχρι και την υπαγωγή των παικτών σε αντικείμενα ενός «ποδοσφαίρου – σκλαβοπάζαρου»…
Για τις ποδοσφαιρικές εταιρίες οι ποδοσφαιριστές αποτελούν λογιστικές εγγραφές στο βιβλίο εσόδων – εξόδων.
Οι νόμοι της αγοράς είναι ισχυρότεροι από τις αγωνιστικές ανάγκες μιας ομάδας και, αν μια συμφέρουσα οικονομικά συναλλαγή εμφανιστεί, τίποτε δεν μπορεί να κρατήσει έναν ποδοσφαιριστή στην ομάδα που αγαπήθηκε σαν είδωλο. Σήμερα οι ποδοσφαιριστές μοιάζουν σαν ρομπότ προορισμένα να λειτουργούν σε αυστηρά τυποποιημένα συστήματα. Αποκτούν τα χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα για την μετατροπή τους σε ποδοσφαιρικά «εξαρτήματα», προσαρμοσμένα στο στυλ παιχνιδιού που ακολουθούν οι αυριανοί εργοδότες τους… Στο τέλος των «σπουδών» τους οι νεαροί άσσοι είναι έτοιμα «μπουλόνια» για να τοποθετηθούν στη μηχανή του αγοραστή τους… Η ποδοσφαιρική αγορά είναι αδυσώπητη. Λίγο ενδιαφέρεται για την επίφαση νομιμότητας στο σαφάρι των ανθρώπινων πόρων. Η ποδοσφαιρική επιχείρηση αναζητά με κάθε τρόπο τη «φτηνή πρώτη ύλη» εκεί που το ποδόσφαιρο επιτρέπει στους πιτσιρικάδες να καλλιεργήσουν τα χαρίσματα που, όταν ξεδιπλωθούν στα ευρωπαϊκά ποδοσφαιρικά σαλόνια, μαγεύουν το θεατή…
Οι μεταλλαγμένοι θεατές, οι οπαδοί / πελάτες που βιώνουν τον ποδόσφαιρο σαν ένα video game, έχουν και αυτοί τις απαιτήσεις τους, για να παραμείνουν καρφωμένοι στις θέσεις τους και ν΄ αγοράσουν σε υψηλότερη τιμή το θέαμα. Ως συνέπεια αυτού, οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές καλούνται να βρίσκονται στο μάξιμουμ των φυσικών τους δυνάμεων. Για την ακρίβεια, αυτό το τελευταίο το έχουν αναλάβει οι …φαρμακοβιομηχανίες. Στον άγριο κόσμο της ποδοσφαιρικής αγοράς η συζήτηση για τα αναβολικά είναι προσχηματική. Εφόσον η αγορά διατάζει ένας ποδοσφαιριστής ν΄ αγωνίζεται δύο και τρεις φορές την εβδομάδα σε παιχνίδια που απαιτούν υπερβολική δύναμη, τότε είναι καλοδεχούμενη και η «συμβολή της επιστήμης», από τη στιγμή μάλιστα που οι φαρμακοβιομηχανίες αναλαμβάνουν και ένα κομμάτι της χορηγίας του αθλήματος… Αυτή η προσέγγιση διαχέεται κατόπιν στο θεατή – πελάτη του προϊόντος. Τον πελάτη λίγο τον απασχολεί πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να πραγματοποιεί τέτοιες αφάνταστες επιδόσεις».
(Από το βιβλίο «Ποδόσφαιρο, μια θρησκεία χωρίς απίστους»,
εκδ. οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2005. Ερανίσματα από τις σσ. 165-180).